STORIES
Η Φίνος Φιλμ θυμάται τον Νίκο Ρίζο, τον πιο διάσημο «κοντό» του ελληνικού κινηματογράφου
Αυτοδίδακτος ηθοποιός με τεράστιο ταλέντο, εργατικότητα και αυτοσαρκασμό, ο Νίκος Ρίζος καταλαμβάνει δικαιωματικά μία θέση ανάμεσα στο «πάνθεον» των Ελλήνων κωμικών, γράφει η Φίνος Φιλμ με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων από το θάνατό του.
Ο πιο διάσημος «κοντός» του ελληνικού κινηματογράφου, ο Νίκος Ρίζος κατείχε τα μυστικά της κωμωδίας και της επιθεώρησης, παρέμεινε ενεργός ως το τέλος και απέδειξε πως ήταν μαχητής διαθέτοντας πάθος για την υποκριτική τέχνη και δίψα για την επαφή με το κοινό, σημειώνει η Φίνος Φιλμ.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα και οι γονείς του είχαν καταγωγή από το ιστορικό χωριό Πέτα. Μεγάλωσε στην Άρτα όπου η οικογένειά του μετακόμισε όταν ο πατέρας του, που ήταν υπάλληλος στο Δημόσιο Ταμείο, πήρε μετάθεση.
Σε ηλικία μόλις έξι ετών μένει ορφανός από πατέρα και μεγαλώνει με την μητέρα και την αδελφή του ενώ η οικογένεια επιβιώνει με μικρή οικονομική άνεση χάρη στη σύνταξη που δικαιούνταν.
Μεγαλώνοντας έβλεπε στον κινηματογράφο Χοντρό-Λιγνό, όμως δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του θέατρο παρά μόνο μια φορά που η Μαρίκα Κοτοπούλη παρουσίασε στην Άρτα τη «Σκιά» του Μάριο Νικοντέμι. Έχοντας τρυπώσει στο θέατρο για να δει την παράσταση, θυμόταν πως εκείνη η εμπειρία τον συγκλόνισε.
Η κήρυξη του πολέμου το 1940 ανατρέπει τις ισορροπίες της οικογένειας κι εκείνος στη διάρκεια της Κατοχής αν και έφηβος βοηθά όσο μπορεί την Αντίσταση.
Μετά την Απελευθέρωση και έχοντας στα χέρια του απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης, ο νεαρός Νίκος αποφασίζει να σπουδάσει και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Φτάνει το 1946 στην Αθήνα στην καρότσα ενός φορτηγού γεμάτο κρεμμύδια και μένει με συγγενείς του σε ένα σπίτι στο Μεταξουργέιο.
Γράφεται στην Πάντειο με σκοπό να συνεχίσει στη Νομική ώστε αποφοιτώντας να δικηγορήσει στην Άρτα. Έχοντας μεγάλη ευχέρεια στο λόγο μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να ακολουθεί καριέρα στην πολιτική.
Την εποχή εκείνη που τα νούμερα των ηθοποιών στο θέατρο γράφονταν (και αντιγράφονταν) με το χέρι, βρίσκει δουλειά αντιγραφέα στην «Όαση», ένα βαριετέ τεσσάρων χιλιάδων θέσεων, στο Ζάππειο. Εκεί εξελίσσεται σε παιδί για όλες τις δουλειές και γνωρίζει τον Νίκο Φέρμα ο οποίος γίνεται μέντορας και κατά κάποιο τρόπο προστάτης του.
Εκείνος θα του δώσει την πρώτη ευκαιρία να βγει στο σανίδι, παίρνοντάς τον σε μια περιοδεία που κάνει στη Μυτιλήνη. Ο Νίκος Ρίζος γίνεται το «αστέρι» του θιάσου, παίζοντας σε κάθε παράσταση τρία – τέσσερα νούμερα. Εκεί θα τον δουν μια βραδιά ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος και ο Κώστας Γιαννίδης που βρίσκονται περαστικοί από το νησί και θα τον φωνάξουν να ενταχθεί στον δικό τους θίασο στην Αθήνα. Όπως κι έγινε…
Το θέατρο
Το ντεμπούτο του σε Αθηναϊκή σκηνή έγινε το καλοκαίρι του 1948, στην ιστορική επιθεώρηση «Άνθρωποι, Άνθρωποι» του Αλέκου Σακελλάριου, στο θέατρο Μετροπόλιταν. Εκείνος μαζί με τη Σπεράντζα Βρανά έπαιζε στο νούμερο, το «Τραμ Το Τελευταίο», που περιλάμβανε το ομότιτλο τραγούδι που τραγουδιέται μέχρι σήμερα.
Ο τύπος του μάγκα και του καρδιοκατακτητή που γεννήθηκε σε εκείνη την παράσταση θα τον συνοδέψει σε όλη του την καριέρα.
Αφού πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ως εξαιρετικό ταλέντο (μιας και δεν είχε φοιτήσει σε κάποια Δραματική Σχολή) δούλεψε σκληρά και επίμονα κι έτσι βρέθηκε πολύ γρήγορα στα μεγαλύτερα θέατρα των Αθηνών και δίπλα στους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής.
Παίζει ως επί το πλείστον επιθεωρήσεις περνώντας από τα θέατρα Σαμαρτζή, Κοτοπούλη, Βέμπο και Ακροπόλ μέχρι που συστήνει δικό του θίασο μαζί με τον Γιάννη Γκιωνάκη και τον Τάκη Μηλιάδη. Το καλοκαίρι του 1959 ανεβάζουν τις επιθεωρήσεις «Ομόνοια Πλατς-Πλούτς» και «Μαντουμπάλα» στο θέατρο Περοκέ. Την επόμενη θεατρική περίοδο (1959-60) με τους ίδιους συνθιασάρχες και τις αδελφές Καλουτά έπαιξε στο θέατρο Κυβέλης της πλατείας συντάγματος στις επιθεωρήσεις «Καινούργια Αθήνα» (1959-60) των Δημήτρη Βασιλειάδη και Ναπολέοντα Ελευθερίου, «Άνθρωποι του ’60» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου.
Το 1961 δημιουργήθηκε η ιστορική θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης – Γεωργία Βασιλειάδου – Νίκος Ρίζος», που διατηρήθηκε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, έως το 1965. Παρουσιάζουν στην Αθήνα (αλλά και με περιοδείες στην υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό) τις παραστάσεις «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας», «Οι Νεόπλουτοι», «Η Γυναικούλα μας», «Πέντε Λεπτά από την Ομονοια». Είναι η περίοδος που ο Νίκος Ρίζος θα ξεκινήσει να έχει και δραστηριότητα θεατρικού επιχειρηματία με μεγάλη επιτυχία, κάτι που θα συνεχίσει έως το 1990. Όπως χαρακτηριστικά θυμόταν, υπήρξαν θεατρικές περίοδοι που είχε ταυτόχρονα επιχειρήσεις στα θέατρα Γκλόρια, Διάνα, Απόλλων, Φλόριντα και Ρουαγιάλ με συνολικά 160 ηθοποιούς στη δική του ευθύνη.
Από τις παραστάσεις που ανέβασε με τους θιάσους του, ξεχώριζε το «Βασιλικό Ρομάντζο» του Γεωργίου Ρούσσου που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 1973 στο θέατρο Ρουαγιάλ. Ήταν μια παράσταση εφάμιλλη των παραγωγών του Εθνικού θεάτρου με σκηνοθέτη το Μάνο Κατράκη και θίασο 52 ηθοποιών (Μαίρη Χρονοπούλου, Κώστας Καρράς, Θάνος Κωτσόπουλος, Μηνάς Χρηστίδης, Ζωρζ Ζαρή) μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Ρίζος στο ρόλο του «Λαού». Τη θεατρική περίοδο 1976-77 θα παίξει με μεγάλη επιτυχία τον κεντρικό ρόλο στα «Παιδιά της Πιάτσας», μεταφέροντας στο σανίδι το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου. Θα παραμείνει θεατρικά ενεργός και αγαπητός από το κοινό μέχρι το τέλος της ζωής του, παίζοντας και περιοδεύοντας κυρίως με επιθεωρησιακούς θιάσους.
Ο κινηματογράφος
Ο Νίκος Ρίζος ξεκίνησε την τεράστια κινηματογραφική του καριέρα στη Φίνος Φιλμ με ένα μικρό πέρασμα στην ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» (1948) του Νίκου Τσιφόρου. Ακολούθησαν τρεις συνεχόμενες συνεργασίες με τον Γιώργο Τζαβέλλα. Πρώτα με ένα ρολάκι στον «Μεθύστακα» (1949) μετά από σύσταση του Ορέστη Μακρή, με ακόμα μεγαλύτερο και αβανταδόρικο ρόλο στην «Αγνή του Λιμανιού» (1952) δίπλα στην Ελένη Χατζηαργύρη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τέλος στο «Σωφεράκι» (1953) απέναντι στον Μίμη Φωτόπουλο. Στη Φίνος Φιλμ, έπαιξε σε έντεκα ταινίες, από ένα σύνολο άνω των εκατόν δέκα που έπαιξε συνολικά στον κινηματογράφο. Αξέχαστες είναι οι ερμηνείες του στο «Χαρούμενο Ξεκίνημα» (1954) του Ντίνου Δημόπουλου, στις ταινίες του Νίκου Τσιφόρου «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959) και «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός» (1961), πλαισιωμένος από τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη και στο «Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο» (1964) του Γιάννη Δαλιανίδη.
Από τις δεκάδες ταινίες που έκανε για λογαριασμό άλλων παραγωγών, ξεχωρίζουμε τα φιλμ «Το Ποντικάκι» (1954) του Νίκου Τσιφόρου και του Γιώργου Ασημακόπουλου, «Τζο ο Τρομερός» (1955) του Ντίνου Δημόπουλου, «Ο Ζηλιαρόγατος» (1956) του Γιώργου Τζαβέλλα, «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962) του Σωκράτη Καψάσκη, «Της Κακομοίρας» (1963) του Ντίνου Κατσουρίδη, «Αν Έχεις Τύχη» (1964) του Γιώργου Πετρίδη, «Ο Τζαναμπέτης» (1968) του Κώστα Καραγιάννη, και φυσικά η «Κόμισσα της Φάμπρικας» (1969) του Δημήτρη Δαδήρα. Οι συνεργασίες του με τη Ρένα Βλαχοπούλου («Η Βουλευτίνα», «Βίβα Ρένα» κ.α.), τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου («Ο Γίγας της Κυψέλης», «Φουκαράδες και Λεφτάδες», «Η Ταξιτζού») αλλά και τον Κώστα Βουτσά («Εθελοντής στον Έρωτα», «Ένας Τρελλός… Τρελλός Αεροπειρατής», «Ο Αισιόδοξος», «Τον Αράπη κι αν τον Πλένεις» κ.α.) είχαν εξαιρετική χημεία και προσέφεραν γέλιο.
Η κινηματογραφική παρουσία του Νίκου Ρίζου περιορίζεται με την εμπορική κάμψη του ελληνικού κινηματογράφου, όμως το 1977 μεταφέρει με επιτυχία στον κινηματογράφο τη θεατρική επιτυχία που είχε στο θέατρο με τα «Παιδιά της Πιάτσας» του Νίκου Τσιφόρου. Τη δεκαετία του 1980 παίζει σε πλειάδα ελαφρών κωμωδιών και η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση έμελλε να είναι στην ταινία του Βαγγέλη Μελισσινού «Ένας Μάγκας που Δεν Πάτησε το Τρένο» (ή «Ο Κοντός και οι Μνηστήρες») το 1988.
Οι τηλεοπτικές συμμετοχές του Νίκου Ρίζου ήταν περιορισμένες, αλλά ξεχωρίζουν οι σειρές «Ο Δρόμος» (ΥΕΝΕΔ, 1977) του Κώστα Λυχναρά σε σενάριο Κώστα Πρετεντέρη και η «Αίθουσα του Θρόνου» (MEGA, 1999) της Πηγής Δημητρακοπούλου που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη. Αυτή ήταν και η τελευταία του εμφάνιση στην τηλεόραση, μιας και η προβολή του τελευταίου επεισοδίου της σειράς συνέπεσε με το θάνατο του.
Προσωπική ζωή
Ο Νίκος Ρίζος έκανε ένα γάμο με την επίσης ηθοποιό Έλσα Ρίζου (Έλένη Λαμπροπούλου) και κουμπάρο τον Αλέκο Σακελλάριο. Μαζί απέκτησαν ένα γιό τον Κωνσταντίνο.
Διακρίσεις
Το 1994 τιμήθηκε από το Δήμο Αθηναίων για την προσφορά του στον ελληνικό κινηματογράφο, σε εκδήλωση που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη».
Το 1999 τιμήθηκε από το Κέντρο Μελέτης και Έρευνας του Ελληνικού Θεάτρου – Θεατρικό Μουσείο με το τιμητικό έπαθλο «Παναθήναια» για τη συνολική προσφορά του στην ελληνική επιθεώρηση.
Θάνατος
Ο Νίκος Ρίζος πέθανε αιφνίδια στις 20 Απριλίου 1999 μάχιμος και ενεργός ως ηθοποιός, καθώς εκείνη την περίοδο είχε κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Περοκέ με την επιθεώρηση «Καλομελέτα και Έρχεται»
To άρθρο Η Φίνος Φιλμ θυμάται τον Νίκο Ρίζο, τον πιο διάσημο «κοντό» του ελληνικού κινηματογράφου δημοσιεύτηκε στο NewsIT .